μονημεριάτικος

μονημεριάτικος
η , ο однодневный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μονημεριάτικος" в других словарях:

  • μονημεριάτικος — και μονημερίτικος, η, ο [μονήμερος] αυτός που γίνεται μέσα σε μία μόνο ημέρα ή αυτός που διαρκεί μία μόνο ημέρα («μονημεριάτικη δουλειά»). επίρρ... μονημεριάτικα και μονημερίτικα κατά τη διάρκεια μιας μόνο ημέρας, σε μία μόνο ημέρα …   Dictionary of Greek

  • μονημερίτικος — η, ο βλ. μονημεριάτικος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»